- χαλκοπληθής
- χαλκο-πληθής, ές,A multitudinous and bronze-clad,
στρατός E.Supp.1220
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατός E.Supp.1220
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοπληθής — ές, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο πληθής, θυμο πληθής] … Dictionary of Greek
χαλκοπληθῆ — χαλκοπληθής multitudinous and bronze clad neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαλκοπληθής multitudinous and bronze clad masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαλκοπληθής multitudinous and bronze clad masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek